διακρίβωση

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η (AM διακρίβωσις, -εως)
διακριβώ
1. εξακρίβωση
2. εξακριβωμένη έρευνα.