διακτυπέω

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Spanish (DGE)

golpear, hacer ruido (μῦς) καταδύεται δὲ τοὺς ἐν γῇ μυχούς, εἰ διακτυπήσειέ τις Cyr.Al.M.68.936A.