εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
ο
1. αυτός που προκαλεί διακοπή
2. όργανο ή διάταξη με το οποίο διακόπτεται ή αποκαθίσταται το ηλεκτρικό ρεύμα ή η παροχή φωταερίου, νερού κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακόπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Κουμανούδη].