διαμοιρασμός
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
ο και διαμοίραση, η διαμοιράζω
χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους.
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ο και διαμοίραση, η διαμοιράζω
χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους.