διαπρακτικός
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
διαπρακτική, διαπρακτικόν, effective, operative, Dam.Pr.34.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
capaz de acción, efectivo καὶ πῶς διαπρακτικὸν τὸ ἕν Dam.Pr.34 (cód.).