διασπαθώ
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
διασπαθῶ (διασπαθάω) (AM)
διασπαθίζω, σπαταλώ.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
διασπαθῶ (διασπαθάω) (AM)
διασπαθίζω, σπαταλώ.