διαστύλιο
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
Greek Monolingual
το (Α διαστύλιον)
το διάστημα ανάμεσα στους κίονες ενός κτίσματος, μεσοστύλιον, μετακιόνιον.