διασυγχύνω
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
= διασυγχέω (confuse utterly), ADysc. Adv. 202.15.
Spanish (DGE)
confundir, borrar τῆς χρήσεως ... τὴν ἐν αὐτοῖς διαστολὴν διασυγχυνούσης A.D.Adu.202.15.
Greek Monolingual
διασυνχύνω (Α)
διασυγχέω.