διατάττω

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. διατάσσω.

German (Pape)

att. = διατάσσω.