διαφθέγγομαι

English (LSJ)

utter, speak, Porph.Chr.63,al.

Spanish (DGE)

decir, hablar c. ac. int. σπουδαῖά τινα καὶ σοφὰ ... πρὸς Πιλᾶτον Porph.Chr.63, (τὸν λόγον) Porph.Chr.23, ἀνόητα Dauid in Porph.122.34.

Greek Monolingual

διαφθέγγομαι (Α)
λέγω καθαρά, αποφαίνομαι.