διγνωμία

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

(ΜΝ) και διγνωμιά, η δίγνωμος
η αμφίρροπη γνώμη πάνω σ' ένα ζήτημα, διβουλία, αμφιταλάντευση.