διείρημαι

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de *διέρω.

Russian (Dvoretsky)

διείρημαι: pf. pass. к διαγορεύω или к διεῖπον.

German (Pape)

perf. pass. zu διειπεῖν, διείρηται ἱκανῶς παρὰ τοῦ νομοθέτου Plat. Legg. VII.809e.