δικαιοφροσύνη

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Spanish (DGE)

(δῐκαιοφροσύνη) -ης, ἡ
• Grafía: graf. δικεοφροσύνη
actitud justa, justicia divina SEG 38.1310B (Dorileo II/III d.C.).

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του δικαιόφρονα, η αγάπη για το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαιόφρων (-φρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].