δικιμάζω

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual


δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτική λ. αντί του δοκιμάζω.