διμορφισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. η ιδιότητα του δίμορφου
2. η εμφάνιση ζωντανού οργανισμού με δύο μορφές διαφορετικές από άποψη μορφολογική, φυσιολογική, ανατομική
3. η χρησιμοποίηση μιας λέξης με δύο διαφορετικές μορφές (π.χ. «αστήρ», «άστρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. dimorphism. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα].