διοιδώ
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
διοιδῶ (-έω) και διοιδαίνω (Α) οιδώ, οιδαίνω]]
1. (για μέλη του σώματος) πρήζομαι
2. φουσκώνω από οργή
3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή
4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» — οργίζομαι.