Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διοιδώ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

διοιδῶ (-έω) και διοιδαίνω (Α) οιδώ, οιδαίνω]]
1. (για μέλη του σώματος) πρήζομαι
2. φουσκώνω από οργή
3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή
4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» — οργίζομαι.