διοικοδομέω

English (LSJ)

A build across, wall off, Th.4.69, 8.90.
2 to set a partition-wall between: metaph., ἰσθμὸν καὶ ὅρον δ. τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους Pl.Ti.69e; δ. τοῦ θώρακος… τὸ κύτος ibid.
II barricade, ὁδούς D.S.13.56.

Spanish (DGE)

1 construir a lo largo τὸν θυραῖον τοῖχον IG 11(2).165.20 (Delos III a.C.), τὸ τεῖχος Ιερουσαλημ LXX 2Es.12.17, διοικοδομήσαντες τὸ πρὸς Μεγαρέας (τεῖχος) Th.4.69, στοάν Th.8.90.
2 separar o dividir mediante una construcción ἥμισυ διοικοδομήσας (σταθμόν) ἔκτισα γυμνάσιον SB 13837.3 (III a.C.), διοικοδομεῖν ... καὶ διαφράττειν ... τὰ ἑρκία Them.Or.235d
milit. ταύτην (τὴν Νῆσον) διῳκοδόμησεν ἀπὸ τῆς ἄλλης πόλεως τείχει D.S.14.7
cerrar con barricadas τὰς ὁδούς D.S.13.56, cf. D.C.41.12.3, τοὺς στενωπούς D.S.16.76.
3 fig. construir separando c. ac. y gen. de los obj. separados ἰσθμὸν καὶ ὅρον διοικοδομήσαντες τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους Pl.Ti.69e, en v. pas., Longin.32.5
dividir mediante una construcción διοικοδομοῦσι τοῦ θώρακος αὖ τὸ κύτος Pl.Ti.69e.

French (Bailly abrégé)

διοικοδομῶ :
ao. διῳκοδόμησα;
séparer par une construction, une clôture.
Étymologie: διά, οἰκοδομέω.

German (Pape)

dazwischen bauen, durch Bauen trennen; τοῦ θώρακος τὸ κύτος δ., ἰσθμὸν δ. τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους, Plat. Tim. 69e; ἀπό τινός τι, DS. 14.7; verdauen, versperren, Thuc. 8.90; bes. ὁδούς und dergl., DS. 13.56 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

διοικοδομέω:
1 разгораживать, отгораживать (τὸ κύτος τοῦ θώρακος Plat.; τι ἀπό τινος Diod.): ὅρον διοικοδομῆσαί τινος καί τινος Plat. провести границу между чем-л. и чем-л.;
2 перегораживать (τὰς ὁδούς Diod.);
3 строить поперек (στοάν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

διοικοδομέω: κτίζω μέχρι τῆς ἑτέρας ἄκρας, ἀποχωρίζω διὰ τείχους, ἀποτειχίζω, Θουκ. 4. 69., 8. 90. 2) οἰκοδομῶ μεταξὺ καὶ οὕτως ἀποχωρίζω, ἰσθμὸν καὶ ὄρον δ. τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους Πλάτ. Τιμ. 69 Ε· δ. τοῦ θώρακος… τὸ κύτος αὐτόθι. ΙΙ. ἀποφράττω, ὁδὸν Διόδ. 13. 56.

Greek Monotonic

διοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω τριγύρω, περιτειχίζω, διαχωρίζω, φράζω με τείχος, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build across, wall off, Thuc.