διοικονομέω
English (LSJ)
strengthened for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.Mu.400b32.
Spanish (DGE)
administrar, organizar, disponer κτήματα καὶ χρήματα Phld.Oec.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.Res.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. IEphesos 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.VP 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.Inu.3.2 (p.128)
•en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι SB 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία δύναμις πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5
•de pers., en v. pas. ser tratado ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier.
Greek (Liddell-Scott)
διοικονομέω: ἐπιτεταμ. οἰκονομέω, Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.
Russian (Dvoretsky)
διοικονομέω: устраивать, упорядочивать, управлять (ἐμμελῶς ὁ σύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).
German (Pape)
ganz und gar verwalten, Poll. 5.156.