διορρόω

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source

Spanish (DGE)

διορόω
• Morfología: [los cód. vacilan entre ambas formas y 2 διουρέω q.u.]
hacer seroso (ἡ χολή) διώρρωσε τὸ αἷμα ἐκ τῆς ἐωθυίης συστάσιος Hp.Morb.1.30, διορροῖ τὴν γονὴν τὸ αἷμα Hp.Steril.213, cf. en v. pas. ib.
en v. med. hacerse seroso (τὸ αἷμα) διορροῦται οὕτως Arist.HA 521a13, de la leche, Arist.HA 521b34, (τὰ ᾠά) διοροῦται καὶ γίνεται οὔρια Arist.GA 753b7.

German (Pape)

auch διορόω geschrieben, ganz in Molken verwandeln, Arist. H.A. 3.19 und öfter.