Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Man is a dream of a shadow
διπλός1. διπλασιάζω2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός3. κάνω ζάρες, τσακίσεις4. διπλώνομαι, ζαρώνω.