διπλωματούχος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
-ο
αυτός που έχει αποκτήσει δίπλωμα ανώτατης ή ανώτερης σχολής, ο πτυχιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίπλωμα(-ατος) + -ουχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ι. Πύρλα].