διριγεύω

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. δηρι- Sud.
lat. dirigo, escoltar en v. pas. στήλη διριγευομένη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν Io.Mal.Chron.M.97.481B, cf. Sud.