διφρηλατώ

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

διφρηλατῶ (-έω) (AM)
1. οδηγώ άρμα
2. μεταφέρομαι πάνω σε άρμα.