διφρηλατώ

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

διφρηλατῶ (-έω) (AM)
1. οδηγώ άρμα
2. μεταφέρομαι πάνω σε άρμα.