παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
διφρηλατῶ (-έω) (AM)1. οδηγώ άρμα2. μεταφέρομαι πάνω σε άρμα.