διϊέναι

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. de δίειμι²;
inf. prés. de διΐημι.

Russian (Dvoretsky)

διϊέναι:
I inf. к δίειμι II.
II inf. к διΐημι.