διήθηση

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

η (Α διήθησις) διηθώ
διύλιση, φιλτράρισμα
νεοελλ.
φυσιολ. η μετακίνηση υγρού μέσα από τους πόρους ενός οργανικού διαφράγματος εξαιτίας της διαφοράς πιέσεως
αρχ.
1. η διήθηση τών ούρων από τα νεφρά
2. αιμορραγία.