δοκούντως
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
adv. sobre el part. pres. de δοκέω al parecer οὐκέτι δ. ὁ Πρόκλος λέγει τῷ Πλάτωνι Phlp.Aet.8.4, cf. 18.5 (pp. 627 y 628), Eustr.105.33.