δορατιστής

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lancero ἀσπιδηφόροι καὶ δορατισταὶ καὶ ἱππηλάται Anon.in Rh.15.17.

Greek Monolingual

δορατιστής, ο (Μ) δορατίζω
οπλίτης με δόρυ.