δρεπανοφόρος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
δρεπανοφόρον, = δρεπανηφόρος, τέθριππα Anon.Hist. in Rev. Ét.Gr.5.323.
Spanish (DGE)
-ον
provisto, armado de hoces τέθριππα δρεπανοφόρα carros armados de hoces en los cubos de las ruedas, Anon.Hist.151.12, cf. δρεπανηφόρος.
Greek Monolingual
δρεπανοφόρος, -ον (Α)
δρεπανηφόρος.