δυναμικότητα
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του δυναμικού
2. το ανώτατο όριο στο οποίο μπορεί να εντείνει κανείς τις δυνάμεις του, η αποδοτικότητα, η δραστηριότητα
3. (στο εμπόριο) σε περιορισμό εισαγωγής προϊόντων το δικαίωμα που παραχωρείται σε εμπόρους ή βιομηχάνους για την εισαγωγή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών σε ορισμένη ποσότητα
4. το έγγραφο που παραχωρεί το δικαίωμα (η γραπτή άδεια εισαγωγής).