δυσκινήτως

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Russian (Dvoretsky)

δυσκῑνήτως: с трудом двигаясь, малоподвижно (ἔχειν Plat.).

Spanish

torpemente