Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσλειτουργία

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η
1. ακανόνιστη, ανώμαλη, αυξημένη ή ελαττωμένη λειτουργία οργάνου, αδένα κ.λπ.
2. κακή λειτουργία οργανισμού, υπηρεσίας κ.λπ.