δυσμαθῶς

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Spanish

con torpeza

Russian (Dvoretsky)

δυσμᾰθῶς: непонятливо, плохо усваивая (ὥσπερ ἀπονεναρκωμένα ἤθη Plat.).