δωριεύς
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
ο (AM δωριεύς)
(συν. στον πληθ. δωριείς)
1. απόγονοι του Δώρου, γιου του Έλληνα, μία από τις τέσσερεις ελληνικές φυλές
2. δωρικός.