δωριεύς

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

ο (AM δωριεύς)
(συν. στον πληθ. δωριείς)
1. απόγονοι του Δώρου, γιου του Έλληνα, μία από τις τέσσερεις ελληνικές φυλές
2. δωρικός.