δώῃ

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sbj. épq. ao.2 de δίδωμι.

Greek Monotonic

δώῃ: δώῃσι, Επικ. αντί δῷ, γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του δῴην = δοίην, ευκτ. αορ. βʹ του δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δώῃ en δώῃσι ep. conj. aor. act. 3 sing. van δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δώῃ: (σι) эп. (= δῷ) 3 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.