δώῃ
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sbj. épq. ao.2 de δίδωμι.
Greek Monotonic
δώῃ: δώῃσι, Επικ. αντί δῷ, γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του δῴην = δοίην, ευκτ. αορ. βʹ του δίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δώῃ en δώῃσι ep. conj. aor. act. 3 sing. van δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
δώῃ: (σι) эп. (= δῷ) 3 л. sing. aor. 2 conjct. к δίδωμι.