δῶτις

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek (Liddell-Scott)

δῶτις: ἡ, = δωτίνη, ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 26.