εβραίικος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εβραϊκός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικα
α) η εβραϊκή γλώσσα
β) η εβραϊκή θρησκεία
γ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων
3. φρ. «εβραίικα παζάρια» — επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος.