εβραίικος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εβραϊκός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικα
α) η εβραϊκή γλώσσα
β) η εβραϊκή θρησκεία
γ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων
3. φρ. «εβραίικα παζάρια» — επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος.