ξυπνητήρι

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το
ειδικό ρολόι που ρυθμίζεται κατάλληλα για να ηχήσει ορισμένη ώρα για αφύπνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ + επίθημα -τήρι (πρβλ. σουρωτήρι)].