εγκεντρίζω
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
(AM ἐγκεντρίζω)
1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω
2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ
3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω
μσν.
προσαρμόζω, συγκολλώ
αρχ.
συγκεντρώνω.