εγκοίλιος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια
(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς
αρχ.
εντόσθια.