η (AM ἐγρήγορσις)η κατάσταση του άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιοςμσν.- νεοελλ.το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμειςνεοελλ.προσοχή.