εδεπά

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εδώ, εδώ κοντά, κάπου κοντά
2. (για κίνηση) κατά δω
3. (με τον σύνδ. ως) α) ακόμη και τώρα
β) τότε πια.