Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
ἐθάς, ο, η (AM) έθος1. οικείος, φίλος2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένοςαρχ.συνηθισμένος σε κάτι.