εθέλεχθρος

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

ἐθέλεχθρος, -ον (Α)
αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την έχθρα του.