εθέλεχθρος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

ἐθέλεχθρος, -ον (Α)
αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την έχθρα του.