εθελήμων

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

ἐθελήμων, -ον (Α)
εκούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του εθελημός].