ἐθελήμων
From LSJ
English (LSJ)
ἐθελήμον, gen. ονος, = ἐθελημός (willing, voluntary), Pl.Cra. 406a.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): θελήμων A.R.2.557, 4.1657
1 de actitud propicia, predispuestocomo etim. del n. de Λητώ Pl.Cra.406a, ἑκούσιος καὶ ἐ. ἀναγωγή ref. a Leto, Procl.in Ti.1.79.
2 náut., ref. la remada tranquilo, lento εἰρησίη A.R.2.557, cf. 4.1657.
German (Pape)
[Seite 718] ον, dasselbe, Plat. Crat. 406 a.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελήμων: 2, gen. ονος Plat. = ἐθελημός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελήμων: -ον, γεν. ονος, = τῷ προηγ., Πλάτ. Κρατ. 406Α.
Greek Monolingual
ἐθελήμων, -ον (Α)
εκούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του εθελημός].