εθελοσφαγούμαι

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ἐθελοσφαγοῦμαι (-έομαι) (Μ)
προσφέρομαι να σφαγιασθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλω + θ. σφαγ- (εσφάγην-σφάζω)].