εθελούσιος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐθελούσιος, -α, -ον)
εκούσιος, αυτοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλ-ων κατά το πρότυπο του εκούσιος].