εθελούσιος

From LSJ

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐθελούσιος, -α, -ον)
εκούσιος, αυτοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλ-ων κατά το πρότυπο του εκούσιος].