αυτοπροαίρετος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοπροαίρετος, -ον) προαιρούμαι
1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός
2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον
δύναμη εκλογής.