εθισμός

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐθισμός) εθίζω
το να εθίζεται κάποιος σε κάτι, εξοικείωση
αρχ.
(στον πληθ. με άρθρο) έθιμα.