εθνικιστής
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
ο (θηλ. εθνικίστρια, η)
αυτός που ακολουθεί τις αρχές του εθνικισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. nationalist). Η λ. εθνικιστής μαρτυρείται από το 1840 στον Αλεξ. Μ. Βλαστό].